- συγκύριος
- ο, Ν [κύριος]αυτός που μετέχει στην κυριότητα ενός πράγματος από κοινού με άλλον, συνιδιοκτήτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek
συγκυριότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα ή το δικαίωμα τού συγκυρίου, το να είναι κανείς κάτοχος ενός πράγματος από κοινού με άλλον 2. (νομ.) κυριότητα ασκούμενη συγχρόνως από περισσότερους δικαιούχους κατά το ποσοστό τής αναλογίας που ο καθένας έχει σε αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
συνιδιοκτήτης — ο, θηλ. συνιδιοκτήτρια, η, Ν αυτός που έχει τη συγκυριότητα ενός πράγματος, συγκύριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ιδιοκτήτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek